- μέθῃ
- μέθηstrong drinkfem dat sg (attic epic ionic)μέθημαιsit amongpres ind mid 2nd sgμεθίημιset looseaor subj mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέθη — strong drink fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθῇ — μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μεθῆι — μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθαι — μέθη strong drink fem nom/voc pl μέθᾱͅ , μέθη strong drink fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθηι — μέθῃ , μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθαις — μέθη strong drink fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθην — μέθη strong drink fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)